πολυκατέργαστος

πολυκατέργαστος
-η, -ο, Ν
1. αυτός που έχει υποστεί κατεργασία με πολλούς τρόπους
2. αυτός που έχει υποστεί πολλή κατεργασία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + -κατέργαστος (< κατεργάζομαι), πρβλ. ευ-κατέργαστος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • πολυκατέργαστον — πολυκατέργαστος masc/fem acc sg πολυκατέργαστος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυκατεργάστου — πολυκατέργαστος masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυ- — Α το, Ν άκλ. (βιοχ.) πολυριβονουκλεοτίδιο που αποτελείται εξ ολοκλήρου από αδενυλικά υπολείμματα. ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επιθ. πολύς και δηλώνει ότι το β συνθετικό γίνεται πολλές φορές,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”